Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbilènco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbiˈlɛnko]

1 στρεβλός
2 κακοσχηματισμένος
3 κυρτός
4 στραβός
5 βλαισόποδος
6 βλαισός
7 στραβοπόδης
8 στραβοπόδαρος
9 δύσμορφος
10 παραμορφωμένος
11 στραβοκάνης
12 καμπουριαστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbilancio sbirciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbilanciamento (ουσ αρσ )
sbilanciare (ρ.αμτβ.)
sbilanciare (ρ. μτβ.)
sbilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbilancio (ουσ αρσ )
sbilenco (επίθ.)
sbirciare (ρ. μτβ.)
sbirciata (θηλ.ουσ)
sbirraglia (θηλ.ουσ)
sbirresco (επίθ.)
sbirro (αρσ. επίθ και ουσ)
sbizzarrire (ρ. μτβ.)
sbizzarrirsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbloccamento (ουσ αρσ )
sbloccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sblocco (ουσ αρσ )
sbobba (θηλ.ουσ)
sboccare (ρ.αμτβ.)
sboccare (ρ. μτβ.)
sboccataggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---