Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbilènco
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbiˈlɛnko] 1 στρεβλός 2 κακοσχηματισμένος 3 κυρτός 4 στραβός 5 βλαισόποδος 6 βλαισός 7 στραβοπόδης 8 στραβοπόδαρος 9 δύσμορφος 10 παραμορφωμένος 11 στραβοκάνης 12 καμπουριαστός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |