Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbigottiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbigottiˈmento] 1 φόβος 2 περιπλοκή 3 μπέρδεμα 4 κατάπληξη 5 σύγχυση 6 δειλία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |