sbièco
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzbjɛko]
1 πλευρικός
2 έμμεσος
3 κεκλιμένος
4 παραπλανητικός
5 στρεβλός
6 πλάγιος
7 στραβός
8 λοξός
9 πλαγιαστός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈzbjɛko]
1 πλευρικός
2 έμμεσος
3 κεκλιμένος
4 παραπλανητικός
5 στρεβλός
6 πλάγιος
7 στραβός
8 λοξός
9 πλαγιαστός
permalink
sbieco (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android