Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbièco  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzbjɛko]

1 πλευρικός
2 έμμεσος
3 κεκλιμένος
4 παραπλανητικός
5 στρεβλός
6 πλάγιος
7 στραβός
8 λοξός
9 πλαγιαστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbiecamente sbiettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbianchire (ρ.αμτβ.)
sbianchire (ρ. μτβ.)
sbicchierare (ρ.αμτβ.)
sbicchierata (θηλ.ουσ)
sbiecamente (επίρ.)
sbieco (αρσ. επίθ και ουσ)
sbiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbiettatura (θηλ.ουσ)
sbigottimento (ουσ αρσ )
sbigottire (ρ.αμτβ.)
sbigottire (ρ. μτβ.)
sbigottirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbigottito (επίθ.)
sbilanciamento (ουσ αρσ )
sbilanciare (ρ.αμτβ.)
sbilanciare (ρ. μτβ.)
sbilanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbilancio (ουσ αρσ )
sbilenco (επίθ.)
sbirciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---