Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbicchieràre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zbikkjeˈrare] πίνω ένα ποτηράκι με ευχάριστη παρέα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |