Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbiancàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbjanˈkare]

1 ωχραίνω
2 χλομιάζω
3 κερώνω
4 ωχριώ
5 πελιδνούμαι
6 πανιάζω

sbiancàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbjanˈkare]

1 ξασπρίζω
2 λευκαίνω

sbiancarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbjanˈkarsi]

1 χλομιάζω
2 πανιάζω
3 κερώνω
4 πελιδνούμαι
5 ωχριώ
6 ωχραίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbiancante sbiancato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbiadirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiadito (επίθ.)
sbianca (θηλ.ουσ)
sbiancante (ουσ αρσ )
sbiancante (επίθ.)
sbiancare (ρ.αμτβ.)
sbiancare (ρ. μτβ.)
sbiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiancato (επίθ.)
sbianchire (ρ.αμτβ.)
sbianchire (ρ. μτβ.)
sbicchierare (ρ.αμτβ.)
sbicchierata (θηλ.ουσ)
sbiecamente (επίρ.)
sbieco (αρσ. επίθ και ουσ)
sbiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbiettatura (θηλ.ουσ)
sbigottimento (ουσ αρσ )
sbigottire (ρ.αμτβ.)
sbigottire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---