Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbevazzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zbevatˈtsare] 1 μπεκροπίνω 2 κουτσοπίνω συνεχώς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |