Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sberciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zberˈʧare]

1 κλαίω φωναχτά
2 αλαλάζω
3 ουρλιάζω
4 αστοχώ
5 μουγκρίζω σαν ταύρος
6 στριγκλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbendare sberla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbeccucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciato (επίθ.)
sbeffeggiare (ρ. μτβ.)
sbellicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbendare (ρ. μτβ.)
sberciare (ρ.αμτβ.)
sberla (θηλ.ουσ)
sberleffo (ουσ αρσ )
sberrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbertucciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbertucciato (επίθ.)
sbevazzare (ρ.αμτβ.)
sbevazzatore (ουσ αρσ )
sbiadire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbiadirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiadito (επίθ.)
sbianca (θηλ.ουσ)
sbiancante (ουσ αρσ )
sbiancante (επίθ.)
sbiancare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---