Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbeffeggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbeffedˈʤare]

1 εμπαίζω
2 κοροὶδεύω
3 περιπαίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbeccucciato sbellicarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbeccare (ρ. μτβ.)
sbeccarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciare (ρ. μτβ.)
sbeccucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciato (επίθ.)
sbeffeggiare (ρ. μτβ.)
sbellicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbendare (ρ. μτβ.)
sberciare (ρ.αμτβ.)
sberla (θηλ.ουσ)
sberleffo (ουσ αρσ )
sberrettarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbertucciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbertucciato (επίθ.)
sbevazzare (ρ.αμτβ.)
sbevazzatore (ουσ αρσ )
sbiadire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbiadirsi (ρ.μ. (αντων.))
sbiadito (επίθ.)
sbianca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---