Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbavatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zbavaˈtura] 1 σάλιασμα 2 μωρολογία 3 σαχλή ερωτοτροπία 4 γλοιώδες υγρό (πχ σαλιγκαριού) 5 σάλια που τρέχουν 6 πασάλειμμα 7 στάξιμο 8 ξάκρισμα 9 σάλιασμα 10 σαλιάρισμα 11 γλυκοσάλιασμα 12 παρέκβαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |