Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbavàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈvare]

1 γεμίζω σάλια
2 πασαλείβομαι
3 μουντζουρώνομαι

sbavàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈvare]

1 ερωτοτροπώ σαχλά
2 καθαρίζω χυτό αντικείμενο
3 φλυαρώ
4 μουντζουρώνω
5 μωρολογώ
6 παρασύρομαι σε διαχύσεις
7 γλυκοσαλιάζω
8 σαλιαρίζω
9 λέω ανοησίες
10 πασαλείβω με κραγιόν
11 πασαλείβω με σάλια ή τροφές
12 ξακρίζω
13 σαλιάζω

sbavarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈvarsi]

γεμίζω σάλια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbavamento sbavatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbattiuova (ουσ αρσ και θηλ.)
sbattuta (θηλ.ουσ)
sbattuto (επίθ.)
sbavagliare (ρ. μτβ.)
sbavamento (ουσ αρσ )
sbavare (ρ.αμτβ.)
sbavare (ρ. μτβ.)
sbavarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbavatore (ουσ αρσ )
sbavatrice (θηλ.ουσ)
sbavatura (θηλ.ουσ)
sbeccare (ρ. μτβ.)
sbeccarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciare (ρ. μτβ.)
sbeccucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbeccucciato (επίθ.)
sbeffeggiare (ρ. μτβ.)
sbellicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbendare (ρ. μτβ.)
sberciare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---