ItalianoGreco


sbavaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbavaˈmento]

1 σαλιάρισμα
2 σάλιασμα
3 γλυκοσάλιασμα
4 σαχλή ερωτοτροπία
5 στάξιμο
6 μωρολογία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---