Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbattùto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zbatˈtuto] 1 χτυπημένος 2 χλωμός 3 ωχρός 4 δαρμένος 5 αποθαρρυμένος 6 κουρασμένος 7 κατηφής 8 ξεθεωμένος 9 θλιμμένος 10 μελαγχολικός 11 αποκαρδιωμένος 12 καταπτοημένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαuovo [αρσ.] sbattuto = το χτυπητό αυγό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |