Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbattezzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zbattedˈdzare] κάνω κάποιον να απαρνηθεί τον χριστιανισμό sbattezzàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zbattedˈdzarsi] 1 αποκηρύσσω τον χριστιανισμό 2 αλλάζω όνομα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |