Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbarcàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbarˈkare]

αποβιβάζω

sbarcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbarˈkare]

1 (persone) αποβιβάζω
2 (cose) ξεφορτώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbarbicare sbarcatoio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sbarcare il lunario = τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbarbato (επίθ.)
sbarbatrice (θηλ.ουσ)
sbarbatura (θηλ.ουσ)
sbarbettatura (θηλ.ουσ)
sbarbicare (ρ. μτβ.)
sbarcare (ρ.αμτβ.)
sbarcare (ρ. μτβ.)
sbarcatoio (ουσ αρσ )
sbarco (ουσ αρσ )
sbardare (ρ. μτβ.)
sbarello (ουσ αρσ )
sbarra (θηλ.ουσ)
sbarramento (ουσ αρσ )
sbarrare (ρ. μτβ.)
sbarrato (επίθ.)
sbarretta (θηλ.ουσ)
sbarrista (ουσ αρσ )
sbarrista (θηλ.ουσ)
sbassamento (ουσ αρσ )
sbassare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---