Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbarbettatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zbarbettaˈtura] 1 κλάδεμα των ριζών 2 κόψιμο των ριζών 3 ξερίζωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |