Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbarazzìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaratˈtsino]

σκανταλιάρικο παιδί

sbarazzìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbaratˈtsino]

1 κατεργάρικος
2 ανενδοίαστος
3 μποέμικος
4 αδίστακτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbarazzina sbarbare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbaraglino (ουσ αρσ )
sbaraglio (ουσ αρσ )
sbarazzare (ρ. μτβ.)
sbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarazzina (θηλ.ουσ)
sbarazzino (ουσ αρσ )
sbarazzino (επίθ.)
sbarbare (ρ. μτβ.)
sbarbarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarbatello (ουσ αρσ )
sbarbato (επίθ.)
sbarbatrice (θηλ.ουσ)
sbarbatura (θηλ.ουσ)
sbarbettatura (θηλ.ουσ)
sbarbicare (ρ. μτβ.)
sbarcare (ρ.αμτβ.)
sbarcare (ρ. μτβ.)
sbarcatoio (ουσ αρσ )
sbarco (ουσ αρσ )
sbardare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---