Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbandàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdata]

1 διολίσθηση
2 πλαγιολίσθηση
3 γωνία κλίσης αεροσκάφους
4 γέρσιμο βάρκας σε καρίνα
5 σύγκρουση
6 γωνία κλίσης σκάφους
7 γλίστρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbandarsi sbandato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbandamento (ουσ αρσ )
sbandare (ρ.αμτβ.)
sbandare (ρ. μτβ.)
sbandarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbandata (θηλ.ουσ)
sbandato (ουσ αρσ )
sbandato (επίθ.)
sbandieramento (ουσ αρσ )
sbandierare (ρ. μτβ.)
sbandierata (θηλ.ουσ)
sbandometro (ουσ αρσ )
sbaraccare (ρ.αμτβ.)
sbaraccare (ρ. μτβ.)
sbaragliare (ρ. μτβ.)
sbaraglino (ουσ αρσ )
sbaraglio (ουσ αρσ )
sbarazzare (ρ. μτβ.)
sbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbarazzina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---