Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbandàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdare]

auto ντεραπάρω

sbandàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdare]

1 σκορπίζω
2 διαχέω δέσμη
3 εγκατασπείρω
4 γλιστρώ
5 πλαγιολισθαίνω
6 αποκλίνω
7 διασκορπίζω
8 γέρνω (για σκάφος)
9 γέρνω σκάφος στην καρίνα πλάγια
10 παρεκκλίνω
11 εκτρέπομαι
12 λοξοδρομώ

sbandàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbanˈdarsi]

1 σκορπίζομαι
2 διασκορπίζομαι
3 διαχωρίζομαι
4 διασπώμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbandamento sbandata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbancamento (ουσ αρσ )
sbancare (ρ.αμτβ.)
sbancare (ρ. μτβ.)
sbancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbandamento (ουσ αρσ )
sbandare (ρ.αμτβ.)
sbandare (ρ. μτβ.)
sbandarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbandata (θηλ.ουσ)
sbandato (ουσ αρσ )
sbandato (επίθ.)
sbandieramento (ουσ αρσ )
sbandierare (ρ. μτβ.)
sbandierata (θηλ.ουσ)
sbandometro (ουσ αρσ )
sbaraccare (ρ.αμτβ.)
sbaraccare (ρ. μτβ.)
sbaragliare (ρ. μτβ.)
sbaraglino (ουσ αρσ )
sbaraglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---