Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbancaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbankaˈmento] 1 εκσκαφή 2 εκχωμάτωση 3 ανασκαφή 4 εξόρυξη 5 διόρυξη 6 ανόρυξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |