Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbandaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbandaˈmento]

1 γωνία κλίσης αεροσκάφους
2 γέρσιμο βάρκας σε καρίνα
3 διασκόρπιση
4 σκόρπισμα
5 πλαγιολίσθηση
6 γωνία κλίσης σκάφους
7 διολίσθηση
8 διάλυση
9 γλίστρημα
10 διασπορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbancarsi sbandare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbalzo (ουσ αρσ )
sbancamento (ουσ αρσ )
sbancare (ρ.αμτβ.)
sbancare (ρ. μτβ.)
sbancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbandamento (ουσ αρσ )
sbandare (ρ.αμτβ.)
sbandare (ρ. μτβ.)
sbandarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbandata (θηλ.ουσ)
sbandato (ουσ αρσ )
sbandato (επίθ.)
sbandieramento (ουσ αρσ )
sbandierare (ρ. μτβ.)
sbandierata (θηλ.ουσ)
sbandometro (ουσ αρσ )
sbaraccare (ρ.αμτβ.)
sbaraccare (ρ. μτβ.)
sbaragliare (ρ. μτβ.)
sbaraglino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---