Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbalzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zbalˈtsare]

1 αναπηδώ
2 χοροπηδώ
3 σκιρτώ
4 πηδώ
5 υπερπηδώ

sbalzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zbalˈtsare]

πετώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbalordito sbalzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbalordire (ρ.αμτβ.)
sbalordire (ρ. μτβ.)
sbalorditaggine (θηλ.ουσ)
sbalorditivo (επίθ.)
sbalordito (αρσ. επίθ και ουσ)
sbalzare (ρ.αμτβ.)
sbalzare (ρ. μτβ.)
sbalzato (επίθ.)
sbalzatore (ουσ αρσ )
sbalzellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbalzelloni (επίρ.)
sbalzo (ουσ αρσ )
sbancamento (ουσ αρσ )
sbancare (ρ.αμτβ.)
sbancare (ρ. μτβ.)
sbancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbandamento (ουσ αρσ )
sbandare (ρ.αμτβ.)
sbandare (ρ. μτβ.)
sbandarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---