Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbalorditìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbalordiˈtivo]

1 εντυπωσιακός
2 υπέροχος
3 παράδοξος
4 τρομαχτικός
5 θαυμάσιος
6 απίθανος
7 θαμπωτικός
8 απίστευτος
9 έκπαγλος
10 καταπληκτικός
11 συναρπαστικός
12 έξοχος
13 εκπληκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbalorditaggine sbalordito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sballottio (ουσ αρσ )
sbalordimento (ουσ αρσ )
sbalordire (ρ.αμτβ.)
sbalordire (ρ. μτβ.)
sbalorditaggine (θηλ.ουσ)
sbalorditivo (επίθ.)
sbalordito (αρσ. επίθ και ουσ)
sbalzare (ρ.αμτβ.)
sbalzare (ρ. μτβ.)
sbalzato (επίθ.)
sbalzatore (ουσ αρσ )
sbalzellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sbalzelloni (επίρ.)
sbalzo (ουσ αρσ )
sbancamento (ουσ αρσ )
sbancare (ρ.αμτβ.)
sbancare (ρ. μτβ.)
sbancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sbandamento (ουσ αρσ )
sbandare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---