Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsbalordiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zbalordiˈmento] 1 δέος 2 εμβροντησία 3 σύγχυση 4 σάστισμα 5 μπέρδεμα 6 κατάπληξη 7 απορία 8 πονοκεφάλιασμα 9 περιπλοκή 10 ζαβλάκωμα 11 απολίθωση 12 θαυμασμός 13 ζάλη 14 θάμπωμα 15 ξεκούτιασμα 16 έκπληξη 17 αφασία 18 αποβλάκωση 19 αποσβόλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |