ItalianoGreco


sballàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbalˈlato]

1 ανόητος
2 αθεμελίωτος
3 επινοημένος
4 πλαστός
5 παράλογος
6 έξαλλος
7 κίβδηλος
8 ανισόρροπος
9 αβάσιμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---