Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbàllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzballo]

1 άδειασμα αποσκευών
2 άνοιγμα πακέτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sballatura sballone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbalestrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sballare (ρ.αμτβ.)
sballare (ρ. μτβ.)
sballato (ουσ αρσ )
sballatura (θηλ.ουσ)
sballo (ουσ αρσ )
sballone (ουσ αρσ )
sballottamento (ουσ αρσ )
sballottare (ρ. μτβ.)
sballottarsi (ρ.μ. (αντων.))
sballottio (ουσ αρσ )
sbalordimento (ουσ αρσ )
sbalordire (ρ.αμτβ.)
sbalordire (ρ. μτβ.)
sbalorditaggine (θηλ.ουσ)
sbalorditivo (επίθ.)
sbalordito (αρσ. επίθ και ουσ)
sbalzare (ρ.αμτβ.)
sbalzare (ρ. μτβ.)
sbalzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---