Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbagliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbaʎˈʎato]

λαθεμένος (-η, -ο), σφαλερός (-ή, -ό), λανθασμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbagliarsi sbaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbaffo (ουσ αρσ )
sbafo (ουσ αρσ )
sbagliare (ρ.αμτβ.)
sbagliare (ρ. μτβ.)
sbagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbagliato (επίθ.)
sbaglio (ουσ αρσ )
sbalestramento (ουσ αρσ )
sbalestrare (ρ.αμτβ.)
sbalestrare (ρ. μτβ.)
sbalestrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sballare (ρ.αμτβ.)
sballare (ρ. μτβ.)
sballato (ουσ αρσ )
sballatura (θηλ.ουσ)
sballo (ουσ αρσ )
sballone (ουσ αρσ )
sballottamento (ουσ αρσ )
sballottare (ρ. μτβ.)
sballottarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---