Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbàfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzbafo]

1 σελέμισμα
2 τσάμπα
3 τράκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbaffo sbagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbafare (ρ. μτβ.)
sbafata (θηλ.ουσ)
sbafatore (ουσ αρσ )
sbaffare (ρ. μτβ.)
sbaffo (ουσ αρσ )
sbafo (ουσ αρσ )
sbagliare (ρ.αμτβ.)
sbagliare (ρ. μτβ.)
sbagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbagliato (επίθ.)
sbaglio (ουσ αρσ )
sbalestramento (ουσ αρσ )
sbalestrare (ρ.αμτβ.)
sbalestrare (ρ. μτβ.)
sbalestrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sballare (ρ.αμτβ.)
sballare (ρ. μτβ.)
sballato (ουσ αρσ )
sballatura (θηλ.ουσ)
sballo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---