Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sbafàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈfata]

1 τσάμπα φαγητό
2 υπερβολική ποσότητα φαγητού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sbafare sbafatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sbadato (επίθ.)
sbadigliamento (ουσ αρσ )
sbadigliare (ρ.αμτβ.)
sbadiglio (ουσ αρσ )
sbafare (ρ. μτβ.)
sbafata (θηλ.ουσ)
sbafatore (ουσ αρσ )
sbaffare (ρ. μτβ.)
sbaffo (ουσ αρσ )
sbafo (ουσ αρσ )
sbagliare (ρ.αμτβ.)
sbagliare (ρ. μτβ.)
sbagliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sbagliato (επίθ.)
sbaglio (ουσ αρσ )
sbalestramento (ουσ αρσ )
sbalestrare (ρ.αμτβ.)
sbalestrare (ρ. μτβ.)
sbalestrato (αρσ. επίθ και ουσ)
sballare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---