Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sazietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sattsjeˈta]

1 κορεσμός
2 αηδία από αίσθημα χορτασμού
3 αποστροφή λόγω παραχαὶδέματος
4 αποστροφή λόγω χορτάσματος
5 χόρταση
6 πληρότητα
7 μπούχτισμα
8 κόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saziare sazio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

savonarola (θηλ.ουσ)
sax (ουσ αρσ )
saziabile (επίθ.)
saziabilità (θηλ.ουσ)
saziare (ρ. μτβ.)
sazietà (θηλ.ουσ)
sazio (επίθ.)
sbaccellare (ρ. μτβ.)
sbacchettare (ρ. μτβ.)
sbacchettata (θηλ.ουσ)
sbaciucchiamento (ουσ αρσ )
sbaciucchiare (ρ. μτβ.)
sbadataggine (θηλ.ουσ)
sbadatamente (επίρ.)
sbadato (ουσ αρσ )
sbadato (επίθ.)
sbadigliamento (ουσ αρσ )
sbadigliare (ρ.αμτβ.)
sbadiglio (ουσ αρσ )
sbafare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---