sàvio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsavjo]
1 σοφός άνθρωπος
2 φρόνιμος άνθρωπος
sàvio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈsavjo]
1 λογικός
2 φρόνιμος
3 σοφός
4 συνετός
5 σώφρονας
6 μυαλωμένος
7 γνωστικός
8 επιφυλακτικός
9 σύννους
10 εχέμυθος
11 διακριτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsavjo]
1 σοφός άνθρωπος
2 φρόνιμος άνθρωπος
sàvio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈsavjo]
1 λογικός
2 φρόνιμος
3 σοφός
4 συνετός
5 σώφρονας
6 μυαλωμένος
7 γνωστικός
8 επιφυλακτικός
9 σύννους
10 εχέμυθος
11 διακριτικός
permalink
savio (ουσ αρσ )
savio (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android