Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saviézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saˈvjettsa]

1 σοφία
2 αίσθηση του δικαίου
3 φρόνηση
4 συναίσθηση
5 σύνεση
6 ενδιαφέρον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saviamente savio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sauro (επίθ.)
sauveterriano (αρσ. επίθ και ουσ)
savana (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
savarin (ουσ αρσ )
saviamente (επίρ.)
saviezza (θηλ.ουσ)
savio (ουσ αρσ )
savio (επίθ.)
Savoia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
savoiardo (ουσ αρσ )
savoiardo (επίθ.)
savoir–faire (ουσ αρσ )
savonarola (θηλ.ουσ)
sax (ουσ αρσ )
saziabile (επίθ.)
saziabilità (θηλ.ουσ)
saziare (ρ. μτβ.)
sazietà (θηλ.ουσ)
sazio (επίθ.)
sbaccellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---