Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàuro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsawro] 1 καστανοκόκκινος ίππος 2 κοκκινόμαυρος ίππος sàuro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsawro] 1 καστανοκόκκινος (ίππος) 2 κοκκινόμαυρος (ίππος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |