ItalianoGreco


saturnìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saturˈnino]

1 δύσθυμος
2 μελαγχολικός
3 γεννημένος ή υπό την επιρροή του Κρόνου
4 με απορρόφηση μολύβδου
5 ψυχρός σε χαρακτήρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---