Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saturniàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [saturˈnjano]

ο του πλανήτη Κρόνου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saturnali saturnino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saturatore (ουσ αρσ )
saturazione (θηλ.ουσ)
satureia (θηλ.ουσ)
saturnale (επίθ.)
saturnali (ουσ αρσ πληθ.)
saturniano (αρσ. επίθ και ουσ)
saturnino (επίθ.)
saturnismo (ουσ αρσ )
saturno (ουσ αρσ )
saturo (επίθ.)
saudita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sauna (θηλ.ουσ)
sauri (ουσ αρσ πληθ.)
sauro (ουσ αρσ )
sauro (επίθ.)
sauveterriano (αρσ. επίθ και ουσ)
savana (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
savarin (ουσ αρσ )
saviamente (επίρ.)
saviezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---