Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saturazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saturatˈtsjone]

1 κορεσμός
2 χόρτασμα
3 κόρος
4 τροφοδοσία αγοράς μέχρι κόρου
5 χρωματική καθαρότητα
6 υπερβολική συγκέντρωση στρατού
7 διαποτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saturatore satureia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saturabile (επίθ.)
saturabilità (θηλ.ουσ)
saturare (ρ. μτβ.)
saturarsi (ρ.μ. (αντων.))
saturatore (ουσ αρσ )
saturazione (θηλ.ουσ)
satureia (θηλ.ουσ)
saturnale (επίθ.)
saturnali (ουσ αρσ πληθ.)
saturniano (αρσ. επίθ και ουσ)
saturnino (επίθ.)
saturnismo (ουσ αρσ )
saturno (ουσ αρσ )
saturo (επίθ.)
saudita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sauna (θηλ.ουσ)
sauri (ουσ αρσ πληθ.)
sauro (ουσ αρσ )
sauro (επίθ.)
sauveterriano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---