ItalianoGreco


saturazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saturatˈtsjone]

1 κορεσμός
2 χόρτασμα
3 κόρος
4 τροφοδοσία αγοράς μέχρι κόρου
5 χρωματική καθαρότητα
6 υπερβολική συγκέντρωση στρατού
7 διαποτισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---