Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsatrapìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [satraˈpia] 1 σατραπεία 2 αξίωμα και θητεία σατράπη 3 επαρχία αρχαίου περσικού κράτους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |