Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàtrapo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsatrapo], [saˈtrapo] 1 δυνάστης 2 αγάς 3 τύραννος 4 σατράπης 5 δερβέναγας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |