Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàtiro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsatiro]

1 ακόλαστος
2 σάτυρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  satirione sativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

satiresco (επίθ.)
satiriasi (θηλ.ουσ)
satiricamente (επίρ.)
satirico (επίθ.)
satirione (ουσ αρσ )
satiro (ουσ αρσ )
sativo (επίθ.)
satollare (ρ. μτβ.)
satollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
satollo (επίθ.)
satrapia (θηλ.ουσ)
satrapo (ουσ αρσ )
saturabile (επίθ.)
saturabilità (θηλ.ουσ)
saturare (ρ. μτβ.)
saturarsi (ρ.μ. (αντων.))
saturatore (ουσ αρσ )
saturazione (θηλ.ουσ)
satureia (θηλ.ουσ)
saturnale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---