Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


satirìasi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [satiˈriazi]

1 ακατάσχετη τάση για συνουσία
2 νοσηρή υπερδιέγερση για σεξ
3 σατυρίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  satiresco satiricamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

satinatura (θηλ.ουσ)
satira (θηλ.ουσ)
satireggiare (ρ.αμτβ.)
satireggiare (ρ. μτβ.)
satiresco (επίθ.)
satiriasi (θηλ.ουσ)
satiricamente (επίρ.)
satirico (επίθ.)
satirione (ουσ αρσ )
satiro (ουσ αρσ )
sativo (επίθ.)
satollare (ρ. μτβ.)
satollarsi (ρ. μ. αμτβ.)
satollo (επίθ.)
satrapia (θηλ.ουσ)
satrapo (ουσ αρσ )
saturabile (επίθ.)
saturabilità (θηλ.ουσ)
saturare (ρ. μτβ.)
saturarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---