Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsatireggiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [satiredˈʤare] γράφω σάτιρες satireggiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [satiredˈʤare] 1 διακωμωδώ 2 σατιρίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |