Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puntùto (επίθ.) purè (ουσ αρσ )
punzecchiaménto (ουσ αρσ ) purèa (θηλ.ουσ)
punzecchiàre (ρ. μτβ.) purézza (θηλ.ουσ)
punzecchiatùra (θηλ.ουσ) pùrga (θηλ.ουσ)
punzonàre (ρ. μτβ.) purgànte (ουσ αρσ )
punzonatóre (ουσ αρσ ) purgànte (επίθ.)
punzonatrìce (θηλ.ουσ) purgàre (ρ. μτβ.)
punzonatùra (θηλ.ουσ) purgarsi (ρ.μ. (αντων.))
punzóne (ουσ αρσ ) purgàta (θηλ.ουσ)
pùpa (θηλ.ουσ) purgataménte (επίρ.)
pupàttola (θηλ.ουσ) purgatézza (θηλ.ουσ)
pupazzettìsta (ουσ αρσ και θηλ.) purgatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
pupazzétto (ουσ αρσ ) purgàto (αρσ. επίθ και ουσ)
pupàzzo (ουσ αρσ ) purgatòrio (ουσ αρσ )
pupilàre (ρ.αμτβ.) purgatòrio (επίθ.)
pupìlla (θηλ.ουσ) purgatùra (θηλ.ουσ)
pupillàre (επίθ.) purgazióne (θηλ.ουσ)
pupìllo (ουσ αρσ ) purificaménto (ουσ αρσ )
pupinizzàre (ρ. μτβ.) purificàre (ρ. μτβ.)
pupinizzazióne (θηλ.ουσ) purificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pùpo (ουσ αρσ ) purificàto (αρσ. επίθ και ουσ)
puraménte (επίρ.) purificatóio (ουσ αρσ )
purché (σύνδ.) purificatóre (ουσ αρσ )
pùre (σύνδ.) purificatóre (επίθ.)
pùre (επίρ.) purificazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: