Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pupillàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pupilˈlare]

1 ο της κόρης του οφθαλμού
2 κοριαίος
3 ο της κηδεμονίας ορφανού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pupilla pupillo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pupazzettista (ουσ αρσ και θηλ.)
pupazzetto (ουσ αρσ )
pupazzo (ουσ αρσ )
pupilare (ρ.αμτβ.)
pupilla (θηλ.ουσ)
pupillare (επίθ.)
pupillo (ουσ αρσ )
pupinizzare (ρ. μτβ.)
pupinizzazione (θηλ.ουσ)
pupo (ουσ αρσ )
puramente (επίρ.)
purché (σύνδ.)
pure (σύνδ.)
pure (επίρ.)
purè (ουσ αρσ )
purea (θηλ.ουσ)
purezza (θηλ.ουσ)
purga (θηλ.ουσ)
purgante (ουσ αρσ )
purgante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---