Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpupàzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [puˈpattso] 1 η μαριονέττα 2 (di neve) ο χιονάνθρωπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |