Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpùpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpupo] 1 παιδάριο 2 πεταρούδι 3 μαριονέτα 4 παιδαρέλι 5 παιδί 6 παιδάκι 7 αγοράκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |