Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


purgànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [purˈgante]

το καθαρτικό

purgànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [purˈgante]

καθαρτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  purga purgare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pure (επίρ.)
purè (ουσ αρσ )
purea (θηλ.ουσ)
purezza (θηλ.ουσ)
purga (θηλ.ουσ)
purgante (ουσ αρσ )
purgante (επίθ.)
purgare (ρ. μτβ.)
purgarsi (ρ.μ. (αντων.))
purgata (θηλ.ουσ)
purgatamente (επίρ.)
purgatezza (θηλ.ουσ)
purgativo (αρσ. επίθ και ουσ)
purgato (αρσ. επίθ και ουσ)
purgatorio (ουσ αρσ )
purgatorio (επίθ.)
purgatura (θηλ.ουσ)
purgazione (θηλ.ουσ)
purificamento (ουσ αρσ )
purificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---