Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


purgàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [purˈgato]

1 καθαρισμένος
2 λογοκριμένος
3 καθαρός
4 αγνός
5 εξαγνισμένος
6 άπεφθος
7 αμάλαγος
8 ακραιφνής
9 ξεκάθαρος
10 ατόφιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  purgativo purgatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

purgarsi (ρ.μ. (αντων.))
purgata (θηλ.ουσ)
purgatamente (επίρ.)
purgatezza (θηλ.ουσ)
purgativo (αρσ. επίθ και ουσ)
purgato (αρσ. επίθ και ουσ)
purgatorio (ουσ αρσ )
purgatorio (επίθ.)
purgatura (θηλ.ουσ)
purgazione (θηλ.ουσ)
purificamento (ουσ αρσ )
purificare (ρ. μτβ.)
purificarsi (ρ.μ. (αντων.))
purificato (αρσ. επίθ και ουσ)
purificatoio (ουσ αρσ )
purificatore (ουσ αρσ )
purificatore (επίθ.)
purificazione (θηλ.ουσ)
purina (θηλ.ουσ)
purinico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---