Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpurificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [purifikatˈtsjone] 1 αποκάθαρση 2 απόπλυση 3 κάθαρση 4 αγνισμός 5 ψυχική λύτρωση 6 καθαρμός 7 εξαγνισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |