ItalianoGreco


puritàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [puriˈtano]

1 πουριτανός
2 βικτοριανός
3 άνθρωπος αυστηρών ηθών

puritàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [puriˈtano]

1 συντηρητικός
2 αυστηρός
3 πουριτανικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---