Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


purìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [puˈrista]

1 καθαρευουσιάνος
2 σχολαστικός
3 λογιότατος
4 γλωσσαμύντωρ
5 καθαρολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  purismo puristico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

purificazione (θηλ.ουσ)
purina (θηλ.ουσ)
purinico (επίθ.)
purino (ουσ αρσ )
purismo (ουσ αρσ )
purista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
puristico (επίθ.)
purità (θηλ.ουσ)
puritanesimo (ουσ αρσ )
puritano (ουσ αρσ )
puritano (επίθ.)
puro (ουσ αρσ )
puro (επίθ.)
purosangue (ουσ αρσ )
purosangue (επίθ.)
purpureo (αρσ. επίθ και ουσ)
purtroppo (επίρ.)
purulento (επίθ.)
purulenza (θηλ.ουσ)
pus (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---