Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpurosàngue
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,puroˈsangwe] το καθαρόαιμο purosàngue επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,puroˈsangwe] 1 από καθαρόαιμη ράτσα 2 καθαρόαιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |